- ρουσφετολογώ
- Νκάνω ή επιδιώκω ρουσφέτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρουσφετολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρουσφετολογώ — ησα, επιδιώκω ή κάνω ρουσφέτια: Όλα τα χρόνια που έβγαινε βουλευτής ρουσφετολογούσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek